- διαβιβαστής
- ο воен.1) посыльный, вестовой; 2) связист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαβιβαστής — ο 1. στρατιώτης που διαβιβάζει διαταγές στις μαχόμενες μονάδες 2. στρατιώτης που υπηρετεί στο όπλο τών διαβιβάσεων … Dictionary of Greek